Το γυαλί μες το πηγάδι γυαλικομπολογάει.
Του το πα του παππού μου.
Ανεβαίνω, κατεβαίνω, μπαινοβγαίνω κι ανεβομπαινοβγαινοκατεβαίνω.
Το γυαλί εις το τραπέζι ,
πώς γυαλίζει, πως κουμπίζει,
πώς στραβοκουρδουμπελίζει;
Εβγήκα στην πήλινη, τη δήλινη,
στην πιρνολινοκούκουδη,
να μαζέψω τα πήλινα, τα δήλινα,
τα πιρνολινοκούκουδα,
κι ήρθε ο λύκος
ο πήλινος, ο δήλινος,
ο πιρνολινοκούκουδος,
να μου φάει την όρνιθα
την πήλινη, τη δήλινη,
την πιρνολινοκούκουδη
που κάνει τ' αυγά
τα πήλινα, τα δήλινα,
τα πιρνολινοκούκουδα.
Φίλος φίλευε το φίλο , τριαντάφυλλο με φύλλο.
Από τα ύψη τ ουρανού πέφτει τ αυγό του γερανού, τσακίζει πέντε μάρμαρα, μαρμαρομαυρομάρμαρα.
Έχω μια αμυγδαλιά ,
Που κάνει
Μύγδαλα, τσίγδαλα,
Μυγδαλοτσιγδαλότσιγδα.
Της καρακάξας η φωλιά, τσάκνα καρακαξότσακνα.
Κούπα καπακωτή,
κούπα καπακωμένη,
κούπα ξεκαπάκωτη,
κούπα ξεκαπακωμένη.
Ανέβηκα στη μιτσιριά, στη τσιτσιριά, στη τσιτσιχομιτσιριά,
να κόψω μίτσιρα, τσίτσιρα τσιτσιχομιτσιχότσιρα
και έσπασε η μιτσιριά, η τσιτσιριά, η τσιτσιχομιτσιριά
και μου έπεσαν τα τσίτσιρα, τα μίτσιρα, τα τσιτσιχομιτσιχότσιρα.
Έπεψε με η μάνα μου στη σιγδινιά,
στη μιγδινιά στη σιγδομιγδοκόκκονα.
Ο Παπάς ο παχύς έφαγε παχύ αρνί, γιατί παπά παχύ έφαγες παχύ αρνί;
Καλημέρα καμηλάρη, καμηλάρη καλημέρα.
Παρεμπιπτόντως, επί του παρόντος όντος,
διεπιστώθη πονόδοντος,
και διετάχθη κατεπειγόντως,
η εξαγωγή του οδόντος.
Κοράλι ψιλοκόραλο και ψιλοκοραλάκι.
Ανεβαίνω στη μηλιά
και πατώ στην καρυδιά
πίνω το γλυκό κρασί
με την κούπα τη χρυσή.
Φίλος έδωσε σε φίλο τριαντάφυλλο με φίλο.
Φίλε φύλαγε το φύλλο, μην το δώσεις σε άλλο φίλο.
Πίτα σπανακόπιτα,
σπανακολαδοφραγκοσυκοπαντζαροκολοκυθόπιτα.
Πάγκος δίπαγκος, τρίπαγκος, τετραδοταβλόπαγκος!
Οι σπανοί Ισπανοί, εις πανί ισπανικό, εις πανικό ισπανικό εζωγράφουν.
Άσπρη πέτρα ξέξασπρη και απ'τον ήλιο ξεξασπρότερη.
Σιδηροδρομικός σταθμός του Σιδηροκάστρου.
Κάστανα βραστά σκαστά με τη βραστή σκαστή κουτάλα.
Νερό λινάρι νερολίναρο νεροκαθαρολίναρο!
Κουκιά βραστά, σκαστά, σπαστά
με τη βραστή, σκαστή, σπαστή κουτάλα.
Τούτη τη φτερωτή του μύλου ποιος τη σκεπαρνοβαρδοτρουποπελέκαγε;
Ο γιος του σκεπαρνοβαρδοτρουποπελέκητου.
Αχ να είχα και γω τα σύνεργα του γιου του σκεπαρνοβαρδοτρουποπελέκητου , πέντε φορές καλύτερα θα την σκεπαρνοβαρδοτρουποπελέκαγα από το γιο του γιου του σκεπαρνοβαρδοτρουποπελεκητού.
Ο τζίτζιρας, ο μίντζιρας,
ο τζιντζιμιντζιχόντζιρας,
ανέβηκε στην τζιντζιριά,
στη μιντζιριά,
στην τζιντζιμιντζιχοντζιριά,
να φάει τα τζίντζιρα, τα μίντζιρα,
τα τζιντζιμιντζιχόντζιρα.
Φτου σκωληκομερμυγκότρυπα.
Τρεις έντεκα , τρεις δώδεκα ,
τρεις δεκαπέντε κι έντεκα
κι εφτά κι οχτώ και δεκαοχτώ
και πέντε κι έξι και μισό
κι ένα και δύο κι ενάμισι
και πε μου πόσα κάνουν.
Ρερητόρευκα το ρερητορευμένο ρω.
Το κρεμμύδι στην κοπριά πώς κρεμμυδοπρόκοψε!
Οι σπανοί Ισπανοί εις πανί εζωγράφισαν
ισπανικόν στρατόν εις πανικόν.
Μες στη τζαμαρία
κάθετ' η Μαρία
και κεντάει μαντιλάκι
και το δείνει του Γιωργάκη
που της στρίβει το μουστάκι.
Οι σπανοί Ισπανοί, εις πανί ισπανικό,
εις πανικό ισπανικό εζωγράφουν.
Μια εκκλησιά μολυβδωτή,
μολυβδοκοντυλο-γλυπτοπελεκητή,
ποιος την μολυβδοκοντυλο-γλυπτοπελέκησε;
Ο γιος του μολυβδοκοντυλο-γλυπτοπελεκητή.
Αν είχα εγώ τα σύνεργα, τα μίνεργα,
του γιου του μολυβδοκοντυλο-γλυπτοπελεκητή,
θα τη μολυβδοκοντυλο-γλυπτοπελεκούσα,
καλύτερα από το γιο του μολυβδοκοντυλο-γλυπτοπελεκητή.
Η μυγδαλιά μου η τσιγδαλιά μου,
η μυγδοτσιγδοκοκαλιά μου,
κάνει μυγδαλίδια, τσιγδαλίδια,
μυγδοτσιγδοκοκαλίδια.
Καριοφύλλι και κανέλα
διάλεξέ μου μια κοπέλα
από τούτη έως τούτη
η καλύτερη ειν' ετούτη!
Είχαμε μια συκιά ορτή,
και βερικοκυκλωτή,
κι έκανε σύκα ορτά,
και βερικοκυκλωτά,
και πάει ο σκύλο ο ορτός,
ο βερικοκυκλωτός,
να φάει τα σύκα τα ορτά,
τα βερικοκυκλωτά.
Πάω να βρω μια βέργα ορτή,
και βερικοκυκλωτή,
να δείρω το σκύλο τον ορτό,
το βερικοκυκλωτό,
μη φάει τα σύκα τα ορτά,
τα βερικοκυκλωτά.
Εβγήκα στην πήλινη, τη δήλινη, την πιρνολινοκούκουδη,
να μαζέψω τα πήλινα, τα δήλινα, τα πιρνιλινοκούκουδα.
Κι ήρθε ο λύκος, ο πήλινος, ο δήλινος, ο πιρνολινοκούκουδος
να μου φάει την όρνιθα την πήλινη, τη δήλινη, την πιρνολινοκούκουδη,
που κάνει τα αυγά τα πήλινα, τα δήλινα, τα πιρνολινοκούκουδα.
Σκουληκομερμηγκότρυπα
με τα σκουληκομερμηγκόπουλά σου,
βάλε τις μπάρες, τις αμπάρες, τις κλειδαροαμπαραμπάρες,
γιατί έρχεται ο κότσυφας, ο μότσυφας,
με τα κοτσυφομοτσυφοπαιδόπουλά του
να σου φάει τα σκουλήκια, τα μερμήγκια,
τα σκουληκομερμηγκοπαιδόπουλά σου.
Η συκιά μας η διπλή,
η διπλογυριστή,
κάνει τα σύκα τα διπλά,
τα διπλογυρι-γυριστά.
Πάει ο σκύλος ο διπλός,
ο διπλογυρι-γυριστός,
να φάει τα σύκα τα διπλά,
τα διπλογυρι-γυριστά.
Βρίσκω πόρτες κλειδωτές, κλειδωμένες και κλειδαροαμπαρωμένες.
Ο Ρουμπής ο κουμπής ο ρουμποκομπολογής,
επήγε να ρουμπέψει να κουμπέψει να ρουμποκομπολογεύσει,
και τον πιάσαν οι ρουμπήτες οι κουμπήτες οι ρουμποκομπολογήτες
και του κόψαν τα ρουμπιά του τα κουμπιά του τα ρομποκομπολογά του.
Γιατί Ρουμπή κουμπή πήγες να ρουμπέψεις να κουμπέψεις να ρουμποκομπολογεψεις
και σε πιάσαν οι ρουμπήτες οι κουμπήτες οι ρουμποκομπολογήτες
και σου κόψαν τα ρουμπιά σου τα κουμπιά σου τα ρουμποκομπολογά σου;
Πίτα σπανακόπιτα, σπανακολαδόπιτα.
Ο βαρκάρης με την βάρκα
Έκανε βαρκάδα με μια βάρκα.
Αλλά έμπασε νερό η βάρκα,
και του βράχηκε η βράκα.
Με την βάρκα του βρεγμένη,
και την βράκα μουσκεμένη.
Ορκίστηκε να μην ξαναβαρκοβραχει,
ούτε να ξαναβρακομουσκευτεί.
Της καρέκλας το ποδάρι, ξεκαρεκλοποδαρώθηκε.
Ε! το ξεκαρεκλοποδομένο!
Μια πάπια μα πια πάπια!
Μια πάπια με παπιά!
Πέφτην έκοψαν τον πεύκο.
Πέφτην πέφτει ο πεύκος κάτω.
(Πέφτη: Πέμπτη)
Τό γάλα του λαγού το καθαρολαγουδόγαλο.
Βαρέλι νεροβάρελο, ποιος σε νεροβαρελόδενε;
Του νεροβαρελοδέτη ο γιος.
Μπάμια μπαμιόμπαμια.
Το γάλα του λαγού μας το λαίνι το 'βαλα.
Χαράς το καθαρολαγουδόγαλο.
Πούγκαν παμπακόπουγκαν, πουγκίν παμπακοπούγκιν.
Δω στα κάτω κόβουν πεύκα.
Τάχα πεύκα κόβουν τάχα;
Τάχα πέφτ' ο πεύκος κάτω;
Πάω στη Μεντενιά , τη Σεντενιά , τη Σεντεπεντεκουδουνιά , να κόψω μέντενα , σέντενα , σεντεπεντεκούδουνα .
Και μου λέγει η Μεντενιά , η Σεντενιά, η Σεντεπεντεκουδουνιά:
<<Ποιος είναι αυτός που θέλει μέντενα , σέντενα , σεντεπεντεκούδουνα;>>
Τα 'χει ο αφέντης μετρημένα κι η κυρά λογαριασμένα.
Κούπα Κουπακόκουπα.
Τι ωραίος αραιός αέρας!
Φύσα, αέρα αραιέ, να αερίζεις τις ροδιέςστις μυρωμένες ρεματιές.
Κοράλλι, ψιλοκόραλλο, και ψιλοκοραλλάκι μου.
Σκουληκομερμηγκότρυπα με τα σκουληκομερμηγκόπουλά σου,
βάλε τις μπάρες, τις αμπάρες, τις κλειδαροαμπαραμπάρες,
γιατί έρχεται ο κότσυφας, ο μότσυφας, με τα κοτσυφομοτσυφοπαιδόπουλά του να σου φάει τα σκουλήκια, τα μερμήγκια, τα σκουληκομερμηγκοπαιδόπουλά σου.
Μια κάπα, μια κούπα, μια καπακούπα.
Σ' άσπρη πέτρα πάτησα, σε μαύρη εγονάτισα κι ήπια τρία κουτρουλοκούμαρα νερό, κρύο , ρίγηλο νερό, ρίγηλο , κρύο νερό, κρύο , ρίγηλο νερό.
http://www.paidika.gr
Του το πα του παππού μου.
Ανεβαίνω, κατεβαίνω, μπαινοβγαίνω κι ανεβομπαινοβγαινοκατεβαίνω.
Το γυαλί εις το τραπέζι ,
πώς γυαλίζει, πως κουμπίζει,
πώς στραβοκουρδουμπελίζει;
Εβγήκα στην πήλινη, τη δήλινη,
στην πιρνολινοκούκουδη,
να μαζέψω τα πήλινα, τα δήλινα,
τα πιρνολινοκούκουδα,
κι ήρθε ο λύκος
ο πήλινος, ο δήλινος,
ο πιρνολινοκούκουδος,
να μου φάει την όρνιθα
την πήλινη, τη δήλινη,
την πιρνολινοκούκουδη
που κάνει τ' αυγά
τα πήλινα, τα δήλινα,
τα πιρνολινοκούκουδα.
Φίλος φίλευε το φίλο , τριαντάφυλλο με φύλλο.
Από τα ύψη τ ουρανού πέφτει τ αυγό του γερανού, τσακίζει πέντε μάρμαρα, μαρμαρομαυρομάρμαρα.
Έχω μια αμυγδαλιά ,
Που κάνει
Μύγδαλα, τσίγδαλα,
Μυγδαλοτσιγδαλότσιγδα.
Της καρακάξας η φωλιά, τσάκνα καρακαξότσακνα.
Κούπα καπακωτή,
κούπα καπακωμένη,
κούπα ξεκαπάκωτη,
κούπα ξεκαπακωμένη.
Ανέβηκα στη μιτσιριά, στη τσιτσιριά, στη τσιτσιχομιτσιριά,
να κόψω μίτσιρα, τσίτσιρα τσιτσιχομιτσιχότσιρα
και έσπασε η μιτσιριά, η τσιτσιριά, η τσιτσιχομιτσιριά
και μου έπεσαν τα τσίτσιρα, τα μίτσιρα, τα τσιτσιχομιτσιχότσιρα.
Έπεψε με η μάνα μου στη σιγδινιά,
στη μιγδινιά στη σιγδομιγδοκόκκονα.
Ο Παπάς ο παχύς έφαγε παχύ αρνί, γιατί παπά παχύ έφαγες παχύ αρνί;
Καλημέρα καμηλάρη, καμηλάρη καλημέρα.
Παρεμπιπτόντως, επί του παρόντος όντος,
διεπιστώθη πονόδοντος,
και διετάχθη κατεπειγόντως,
η εξαγωγή του οδόντος.
Κοράλι ψιλοκόραλο και ψιλοκοραλάκι.
Ανεβαίνω στη μηλιά
και πατώ στην καρυδιά
πίνω το γλυκό κρασί
με την κούπα τη χρυσή.
Φίλος έδωσε σε φίλο τριαντάφυλλο με φίλο.
Φίλε φύλαγε το φύλλο, μην το δώσεις σε άλλο φίλο.
Πίτα σπανακόπιτα,
σπανακολαδοφραγκοσυκοπαντζαροκολοκυθόπιτα.
Πάγκος δίπαγκος, τρίπαγκος, τετραδοταβλόπαγκος!
Οι σπανοί Ισπανοί, εις πανί ισπανικό, εις πανικό ισπανικό εζωγράφουν.
Άσπρη πέτρα ξέξασπρη και απ'τον ήλιο ξεξασπρότερη.
Σιδηροδρομικός σταθμός του Σιδηροκάστρου.
Κάστανα βραστά σκαστά με τη βραστή σκαστή κουτάλα.
Νερό λινάρι νερολίναρο νεροκαθαρολίναρο!
Κουκιά βραστά, σκαστά, σπαστά
με τη βραστή, σκαστή, σπαστή κουτάλα.
Τούτη τη φτερωτή του μύλου ποιος τη σκεπαρνοβαρδοτρουποπελέκαγε;
Ο γιος του σκεπαρνοβαρδοτρουποπελέκητου.
Αχ να είχα και γω τα σύνεργα του γιου του σκεπαρνοβαρδοτρουποπελέκητου , πέντε φορές καλύτερα θα την σκεπαρνοβαρδοτρουποπελέκαγα από το γιο του γιου του σκεπαρνοβαρδοτρουποπελεκητού.
Ο τζίτζιρας, ο μίντζιρας,
ο τζιντζιμιντζιχόντζιρας,
ανέβηκε στην τζιντζιριά,
στη μιντζιριά,
στην τζιντζιμιντζιχοντζιριά,
να φάει τα τζίντζιρα, τα μίντζιρα,
τα τζιντζιμιντζιχόντζιρα.
Φτου σκωληκομερμυγκότρυπα.
Τρεις έντεκα , τρεις δώδεκα ,
τρεις δεκαπέντε κι έντεκα
κι εφτά κι οχτώ και δεκαοχτώ
και πέντε κι έξι και μισό
κι ένα και δύο κι ενάμισι
και πε μου πόσα κάνουν.
Ρερητόρευκα το ρερητορευμένο ρω.
Το κρεμμύδι στην κοπριά πώς κρεμμυδοπρόκοψε!
Οι σπανοί Ισπανοί εις πανί εζωγράφισαν
ισπανικόν στρατόν εις πανικόν.
Μες στη τζαμαρία
κάθετ' η Μαρία
και κεντάει μαντιλάκι
και το δείνει του Γιωργάκη
που της στρίβει το μουστάκι.
Οι σπανοί Ισπανοί, εις πανί ισπανικό,
εις πανικό ισπανικό εζωγράφουν.
Μια εκκλησιά μολυβδωτή,
μολυβδοκοντυλο-γλυπτοπελεκητή,
ποιος την μολυβδοκοντυλο-γλυπτοπελέκησε;
Ο γιος του μολυβδοκοντυλο-γλυπτοπελεκητή.
Αν είχα εγώ τα σύνεργα, τα μίνεργα,
του γιου του μολυβδοκοντυλο-γλυπτοπελεκητή,
θα τη μολυβδοκοντυλο-γλυπτοπελεκούσα,
καλύτερα από το γιο του μολυβδοκοντυλο-γλυπτοπελεκητή.
Η μυγδαλιά μου η τσιγδαλιά μου,
η μυγδοτσιγδοκοκαλιά μου,
κάνει μυγδαλίδια, τσιγδαλίδια,
μυγδοτσιγδοκοκαλίδια.
Καριοφύλλι και κανέλα
διάλεξέ μου μια κοπέλα
από τούτη έως τούτη
η καλύτερη ειν' ετούτη!
Είχαμε μια συκιά ορτή,
και βερικοκυκλωτή,
κι έκανε σύκα ορτά,
και βερικοκυκλωτά,
και πάει ο σκύλο ο ορτός,
ο βερικοκυκλωτός,
να φάει τα σύκα τα ορτά,
τα βερικοκυκλωτά.
Πάω να βρω μια βέργα ορτή,
και βερικοκυκλωτή,
να δείρω το σκύλο τον ορτό,
το βερικοκυκλωτό,
μη φάει τα σύκα τα ορτά,
τα βερικοκυκλωτά.
Εβγήκα στην πήλινη, τη δήλινη, την πιρνολινοκούκουδη,
να μαζέψω τα πήλινα, τα δήλινα, τα πιρνιλινοκούκουδα.
Κι ήρθε ο λύκος, ο πήλινος, ο δήλινος, ο πιρνολινοκούκουδος
να μου φάει την όρνιθα την πήλινη, τη δήλινη, την πιρνολινοκούκουδη,
που κάνει τα αυγά τα πήλινα, τα δήλινα, τα πιρνολινοκούκουδα.
Σκουληκομερμηγκότρυπα
με τα σκουληκομερμηγκόπουλά σου,
βάλε τις μπάρες, τις αμπάρες, τις κλειδαροαμπαραμπάρες,
γιατί έρχεται ο κότσυφας, ο μότσυφας,
με τα κοτσυφομοτσυφοπαιδόπουλά του
να σου φάει τα σκουλήκια, τα μερμήγκια,
τα σκουληκομερμηγκοπαιδόπουλά σου.
Η συκιά μας η διπλή,
η διπλογυριστή,
κάνει τα σύκα τα διπλά,
τα διπλογυρι-γυριστά.
Πάει ο σκύλος ο διπλός,
ο διπλογυρι-γυριστός,
να φάει τα σύκα τα διπλά,
τα διπλογυρι-γυριστά.
Βρίσκω πόρτες κλειδωτές, κλειδωμένες και κλειδαροαμπαρωμένες.
Ο Ρουμπής ο κουμπής ο ρουμποκομπολογής,
επήγε να ρουμπέψει να κουμπέψει να ρουμποκομπολογεύσει,
και τον πιάσαν οι ρουμπήτες οι κουμπήτες οι ρουμποκομπολογήτες
και του κόψαν τα ρουμπιά του τα κουμπιά του τα ρομποκομπολογά του.
Γιατί Ρουμπή κουμπή πήγες να ρουμπέψεις να κουμπέψεις να ρουμποκομπολογεψεις
και σε πιάσαν οι ρουμπήτες οι κουμπήτες οι ρουμποκομπολογήτες
και σου κόψαν τα ρουμπιά σου τα κουμπιά σου τα ρουμποκομπολογά σου;
Πίτα σπανακόπιτα, σπανακολαδόπιτα.
Ο βαρκάρης με την βάρκα
Έκανε βαρκάδα με μια βάρκα.
Αλλά έμπασε νερό η βάρκα,
και του βράχηκε η βράκα.
Με την βάρκα του βρεγμένη,
και την βράκα μουσκεμένη.
Ορκίστηκε να μην ξαναβαρκοβραχει,
ούτε να ξαναβρακομουσκευτεί.
Της καρέκλας το ποδάρι, ξεκαρεκλοποδαρώθηκε.
Ε! το ξεκαρεκλοποδομένο!
Μια πάπια μα πια πάπια!
Μια πάπια με παπιά!
Πέφτην έκοψαν τον πεύκο.
Πέφτην πέφτει ο πεύκος κάτω.
(Πέφτη: Πέμπτη)
Τό γάλα του λαγού το καθαρολαγουδόγαλο.
Βαρέλι νεροβάρελο, ποιος σε νεροβαρελόδενε;
Του νεροβαρελοδέτη ο γιος.
Μπάμια μπαμιόμπαμια.
Το γάλα του λαγού μας το λαίνι το 'βαλα.
Χαράς το καθαρολαγουδόγαλο.
Πούγκαν παμπακόπουγκαν, πουγκίν παμπακοπούγκιν.
Δω στα κάτω κόβουν πεύκα.
Τάχα πεύκα κόβουν τάχα;
Τάχα πέφτ' ο πεύκος κάτω;
Πάω στη Μεντενιά , τη Σεντενιά , τη Σεντεπεντεκουδουνιά , να κόψω μέντενα , σέντενα , σεντεπεντεκούδουνα .
Και μου λέγει η Μεντενιά , η Σεντενιά, η Σεντεπεντεκουδουνιά:
<<Ποιος είναι αυτός που θέλει μέντενα , σέντενα , σεντεπεντεκούδουνα;>>
Τα 'χει ο αφέντης μετρημένα κι η κυρά λογαριασμένα.
Κούπα Κουπακόκουπα.
Τι ωραίος αραιός αέρας!
Φύσα, αέρα αραιέ, να αερίζεις τις ροδιέςστις μυρωμένες ρεματιές.
Κοράλλι, ψιλοκόραλλο, και ψιλοκοραλλάκι μου.
Σκουληκομερμηγκότρυπα με τα σκουληκομερμηγκόπουλά σου,
βάλε τις μπάρες, τις αμπάρες, τις κλειδαροαμπαραμπάρες,
γιατί έρχεται ο κότσυφας, ο μότσυφας, με τα κοτσυφομοτσυφοπαιδόπουλά του να σου φάει τα σκουλήκια, τα μερμήγκια, τα σκουληκομερμηγκοπαιδόπουλά σου.
Μια κάπα, μια κούπα, μια καπακούπα.
Σ' άσπρη πέτρα πάτησα, σε μαύρη εγονάτισα κι ήπια τρία κουτρουλοκούμαρα νερό, κρύο , ρίγηλο νερό, ρίγηλο , κρύο νερό, κρύο , ρίγηλο νερό.
http://www.paidika.gr
😂😂😂😂😂😂😂😁😁😁😁😁😁😁😵😵😵😵😵
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε τσουχτρισε μια τσιμπα😂
ΑπάντησηΔιαγραφή