Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Το Κλάμα μια μεγάλη παρεξήγηση


Η γλώσσα του κλάματος: μια πολύ μεγάλη παρεξήγηση


Το κλάμα και ο θυμός είναι ίσως από τις πιο δύσκολες συμπεριφορές των παιδιών  που έχουν να αντιμετωπίσουν οι γονείς. Οι γονείς κάνουν πιο πολλές ερωτήσεις για το κλάμα από οποιοδήποτε άλλο θέμα. Μπορεί να τα χάσουν εντελώς από νυχτερινά κλάματα, από τον θυμό ενός 2-χρονου, ή από την συνεχή γκρίνια παιδιών περίπου 4 χρονών. Οι γονείς δεν έχουν ιδέα πολλές φορές πώς να αντιδράσουν στο κλάμα των παιδιών: να παρηγορήσουν, να αγνοήσουν, να διασπάσουν την προσοχή, να τιμωρήσουν, να υποκύψουν, ή καλύτερα να ακούνε με κατανόηση. Μερικοί γονείς φοβούνται ότι το κλάμα σημαίνει ότι το παιδί τους είναι ‘μωρουδιακό’, ότι απορρίπτει τον γονιό, ότι τους χειρίζεται, ή ότι είναι απλά κακομαθημένο.

Υπήρξε μια πολύ μεγάλη παρεξήγηση για πολύ καιρό για την σημασία του κλάματος και του θυμού. Στον μεσαίωνα  νόμιζαν στην Ευρώπη συχνά ότι παιδιά που έκλαιγαν πολύ ή που θύμωναν ήταν δαιμονισμένα. Τότε έφερναν έναν παπά, που εξόρκιζε τον σατανά.
Τον 18ο αιώνα η στάση αυτή άλλαξε. Το κλάμα και ο θυμός ακόμα θεωρήθηκαν σαν κάτι κακό, αλλά σιγά-σιγά το φταίξιμο πήγε στους γονείς, που έμαθαν ότι ήταν πολύ υποχωρητικοί και κακόμαθαν τα παιδιά τους. Συμβούλευαν να τιμωρήσουν τα παιδιά για την ‘κακιά’ συμπεριφορά, ή τουλάχιστον να μην υποκύπτουν. Διαπαιδαγωγικά βιβλία μέχρι τον 20ο αιώνα έγραφαν για το πως ‘να σπάσεις την θέληση’ του παιδιού, για να γίνει υπάκουο και ήσυχο.
Ένα παράδειγμα από ένα βιβλίο που εμφανίστηκε το 1748 στην Γερμανία:

Όσον αφορά το πείσμα, το αισθανόμαστε σαν κάτι που κάνουν τα παιδιά από τα πρώτα τους χρόνια, έμφυτο μόλις είναι σε θέση να εκφράσουν την επιθυμία τους για κάτι με νοήματα. Βλέπουν κάτι που επιθυμούν, αλλά δεν επιτρέπεται να το πάρουν, θυμώνουν και κλαίνε και χτυπάνε γύρω τους. Ή τους δίνουν κάτι που δεν θέλουν: το πετάνε μακριά  και αρχίζουν να κλαίνε. Αυτές είναι επικίνδυνες ατέλειες, που εμποδίζουν την διαπαιδαγώγηση και που αυξάνουν ανεπιθύμητα χαρακτηριστικά στα παιδιά. Δεν γίνεται να μεγαλώσεις παιδιά σωστά, αν δεν εξοντωθούν το πείσμα και η κακία. Μόλις εμφανιστούν αυτά τα λάθη, είναι καιρός να αντιμετωπίσουμε αυτό  το κακό, ώστε να μην γίνουν συνήθεια και χαλάνε τα παιδιά βαθιά. (Sulzer, 1748)

Ακόμα και τώρα πολλά βιβλία για διαπαιδαγώγηση δίνουν  τέτοια συμβουλή. Συχνά οι συγγραφείς κατηγοριοποιούν κρίσεις θυμού, όπως και το να χτυπάει, να δαγκώνει, να λεει ψέματα και να κλέβει ένα παιδί, κάτω από την κατηγορία της ‘ανεπιθύμητης συμπεριφοράς’ και συμβουλεύουν να αγνοήσουν ή να τιμωρήσουν  τέτοιες εκρήξεις οι γονείς. Στην καλύτερη περίπτωση οι γονείς συμβουλεύονται να βοηθήσουν τα παιδιά τους να εκφράζουν τις επιθυμίες  και τα συναισθήματα τους με λόγια παρά με δάκρυα και θυμό, ο, τι θεωρείται απαράδεκτο και μωρουδιακό. Τα μωρά ακόμα και τώρα κατηγορούνται ότι ‘χειρίζονται’ τους γονείς τους. Πολλοί ψυχολόγοι ακόμα συμβουλεύουν τους γονείς να αφήνουν τα μωρά να κλαίνε, ώστε να διακόπτεται αυτή η συνήθεια και μαθαίνει το παιδί να ηρεμήσει μόνο του.
Η άλλη άκρη είναι η τάση ‘πίσω στην φύση», που συμβουλεύει να αντιδράμε με φροντίδα και ηρεμία σε κάθε ήχο του παιδιού, δίνοντας το στήθος πχ. για να σωπαίνει το παιδί. Οι οπαδοί αυτής της θεωρίας αντιδρούν σωστά στην βλαβερή αντιμετώπιση που ίσχυε αιώνες. Αλλά όσο στοργική και να δείχνει αυτή η αντιμετώπιση, ακόμα προσπερνάει την σημαντική λειτουργία του κλάματος. Και φορτώνει τους γονείς με το αδύνατο φορτίο, πείθοντας τους ότι είναι το καθήκον τους να φροντίζουν ότι τα μωρά και τα παιδιά δεν κλαίνε.

Ο τρόπος με τον οποίον αυτό το βιβλίο αντιλαμβάνεται το κλάμα και τον θυμό προσφέρει μια καινούρια άποψη για ανάγκες και συναισθήματα. Το καλύτερο είναι να μην αγνοήσουμε ποτέ παιδιά που κλαίνε. Θα έπρεπε πάντα να αντιδράμε με αγάπη. Αλλά το κάθε κλάμα δεν δείχνει μια άμεση επιθυμία ή ανάγκη. Πολλές φορές δημιουργείται από έναν φυσικό τρόπο για να εκτονώνει στρες, κάτι που δίνει την δυνατότητα στα παιδιά να επανέλθουν από τις συνέπειες τραυματικών ή απογοητευτικών εμπειριών, που βίωναν. Τα παιδιά χρησιμοποιούν κλάμα και κρίσεις θυμού για να ξεπεράσουν άσχημες εμπειρίες και απελευθερώνονται από ένταση. Δεν είναι λοιπόν στο καθήκον του γονιού να κάνει το κλάμα και το θυμό να σταματήσει, επειδή είναι συμπεριφορές που ανήκουν στις ανάγκες εκ γενετής.
Βαθιά αντίληψη στην υγιεινή λειτουργία του κλάματος και του θυμού μπορεί να έχει ένα θετικό αποτέλεσμα. Εκτός από το να βοηθήσει τα παιδιά να ξεπεράσουν άσχημες εμπειρίες και να εκτονώνουν στρες, μπορεί το να δεχτούμε το κλάμα και τον θυμό να παίζει ουσιαστικό ρόλο στο να προλάβουμε  προβλήματα ανυπακοής. Επίσης βοηθάει όταν υπάρχει υπερκινητικότητα και μπορεί να ελαττώνει την βίαιη συμπεριφορά. Το κλάμα συντελεί  σε μια καλύτερη υγεία, ψυχικά και σωματικά, και σε μια καλύτερη ικανότητα συγκέντρωσης και μάθησης. Επιπλέον αυτή η αντιμετώπιση μπορεί να λύσει προβλήματα ύπνου (χωρίς να αγνοήσουμε το παιδί). Και τελικά δυναμώνει την  σχέση ανάμεσα στον γονιό και το παιδί, όταν ακούμε με εποικοδομητικό τρόπο όταν τα παιδιά έχουν ανάγκη να κλαίνε.

Τα δάκρυα παιδιών και οι κρίσεις θυμού αναστατώνουν πολύ τους ενήλικους. Σε μια έρευνα στην Αμερική ζήτησαν από μητέρες να πουν πως αισθάνονταν όταν δεν  κατάφερναν να ησυχάσουν το μωρό τους. Οι μητέρες ανέφεραν εκνευρισμό, φόβο, στεναχώρια, θυμό, μπέρδεμα, έλλειψη αγάπης. Πολλές μητέρες δεν είχαν αυτοπεποίθηση. Μερικές αισθανόταν μάλιστα ακραία εχθρότητα απέναντι στο μωρό τους. Παρόμοια αποτελέσματα βρήκαν στην Αγγλία και στην Αυστραλία (Kitzinger 1989).  Σ’ αυτή την έρευνα 80% από τις μητέρες ανέφεραν κατάθλιψη και 50% ένιωθαν την τάση να χτυπήσουν το μωρό τους.
Δεν είναι περίεργο ότι το κλάμα έχει άμεση σχέση με κακοποίηση παιδιών (Murray 1979, Frodi 1985). Σε μια έρευνα  για κακοποίηση μωρών 80% των γονιών δήλωνε ότι το ακραίο υπερβολικό κλάμα ήταν η αφορμή για την πράξη τους (Weston 1968). Επίσης μετά από το πρώτο χρόνο της ζωής το κλάμα του παιδιού καταστρέφει την ισορροπία των γονιών .
Αυτό συμβαίνει κυρίως αν οι γονείς δεν καταλαβαίνουν την αιτία του κλάματος, ή αν η έκρηξη  του παιδιού φαίνεται να μην είναι σε αναλογία με το γεγονός που ήταν η αφορμή. Πολλοί γονείς νιώθουν μια δυνατή παρόρμηση να τιμωρήσουν το παιδί τότε.
Οι γονείς χρειάζονται πληροφόρηση, καθησύχαση και εποικοδομητικούς τρόπους για να χειριστούν τις συναισθηματικές εκρήξεις των παιδιών τους. Αυτό θα συμβάλει πολύ στην ελάττωση της κακοποίησης παιδιών και στην αρμονία της οικογενειακής ζωής.


Περίληψη
1.    Όλα τα παιδιά βιώνουν κάποιο βαθμό στρες, όσο και να τα αγαπάνε οι γονείς τους. Μια σημαντική λειτουργία του κλάματος είναι ότι απελευθερώνει το παιδί  από την ένταση και το προωθεί στην επανόρθωση.
2.    Οι ενήλικοι συνήθως προσπαθούν να καταπιέσουν το κλάμα των παιδιών, επειδή το καταλαβαίνουν λάθος και επειδή εμφανίζει γι’ αυτούς τη δική τους άλυτη ένταση και την ανάγκη να κλαίνε.
3.    Σε αντίδραση σε ένα περιβάλλον όπου δεν επιτρέπεται να κλαις, τα παιδιά αναπτύσσουν ορισμένες άκαμπτες συμπεριφορές για να μην κλαίνε.
4.    Οι συνέπειες της καταπίεσης του κλάματος είναι συναισθηματικά προβλήματα και προβλήματα συμπεριφοράς, η ανικανότητα των παιδιών να αναπτύξουν  όλες τις δυνατότητες τους, και αργότερα αρρώστιες που σχετίζονται με το στρες.
5.    Αυτές οι αρνητικές συνέπειες δεν θα συμβούν όταν οι γονείς βλέπουν τα πλεονεκτήματα του κλάματος, ξεπεράσουν την δική τους ανικανότητα για συναισθήματα, και προσφέρουν την συναισθηματική ασφάλεια στα παιδιά τους που χρειάζεται να κλαίνε και να επανέλθουν από τις συνέπειες του στρες.
(Το βρήκαμε από την πτυχιούχο ψυχολογίας 
παν. του Αmsterdam 
εξειδικευμένη στην παιδική ηλικία 
και στην υποστήριξη γονέων και το Κέντρο 
υποστήριξης γονέων Θεσσαλονίκης)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου